Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Να μη χαθείς ποτέ απ' τη ζωή μου...


Ο κόσμος που αλλάζει...

Μεγάλο δέντρο ο στεναγμός, μεγάλη κι η σκιά του
απλώνει ρίζες στην ψυχή, στο σώμα τα κλαδιά του
Μα όπως ανοίγει ένα πουλί φτερούγα στον αέρα
το δέντρο γίνεται γιορτή και φτερουγίζει η μέρα

Πόσες φορές να σου το πω, πόσες να στο μηνύσω?
Να σου το πω ψιθυριστά ή να στο τραγουδήσω?
Θα σου το πω ψιθυριστά, όπως μιλάει το βλέμμα
που κρύβει μες τη σιγαλιά του κόσμου όλο το αίμα

Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει

Χαμένοι μοιάζουμε, λοιπόν, στο γύρο του θανάτου
στην παγωνιά του οριστικού, στον τρόμο του αοράτου
Μα οριστικά θα χεις χαθεί, μονάχα αν το διαλέξεις
όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις

Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Πέρασα...

Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ'όλα.Λίγο απ'όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ'ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν ειμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ'αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους,στάθηκα σε συντριβάνια και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς,καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσα τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
απο τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Mίλησα πολύ.Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες,στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από εδώ,πήγα και από εκεί...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από εδώ,έχασα κι από κεί.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος.Πές πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
από το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιάν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημιάς.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου έλειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή,με ακόνισε.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ'αντίσταση σ'αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ,να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Επίμονο κρίνο...

Να καταργήσουμε θέλω μαζί. τα αόρατα δίχτυα και να πετάξουμε μακριά εως την αιώνια ώρα.
  • Θα μου πείς μήτε οι άγγελοι δεν τα κατάφεραν, βαριά τα φτερά ο αέρας δυνατός. Όμως η θάλασσα μας περιμένει, να την δοκιμάσουμε να κάνουμε τα πρώτα μας γενεθλια και να ζήσουμε μαζί στη σκοτεινή Ωκεανίδα του χρόνου, ένα επίμονο κρίνο μες τη φωτιά.
Α. Πάσχου.